headerphoto
Διαφήμιση
Ιστορία-Λαογραφία: Χάνια και οδικοί άξονες της Ορεινής Ναυπακτίας τού Λάμπρου Πυλαρινού -Εις μνημην PDF Εκτύπωση E-mail
Τετάρτη, 20 Μάρτιος 2024 23:40

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

 

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Επιμέλεια:Λάμπρος Πυλαρινός

Χάνι ή πανδοχείο, προς στάθμευση και ανάπαυση οδοιπόρων και υποζυγίων. Χαντζής, ο διατηρών χάνι, ο πανδοχέας.

Oι δύσβατοι δρόμοι της Ορεινής Ναυπακτίας με τα μονοπάτια της, οι δρόμοι του εμπορίου και των αγωγιατών, υπάρχουν σήμερα μόνο για εκείνους που ψάχνουν, που θέλουν να γευτούν τις μυρωδιές, από σπάρτα και ρίγανη, από ιστορία και μύθους, από ξωτικά που παραφύλαγαν σε κάθε ανηφοριά και σε κάθε πηγή οι νεράιδες τρόμαζαν τους διψασμένους. Παράδοση αναφέρει, ότι στη θέση Λιναράκια υπάρχει μια τοποθεσία που έχει το σχήμα αλωνιού (νεραϊδοάλωνο), όπου εκεί λέγεται, ότι τη νύχτα έβγαιναν οι νεράιδες και χόρευαν μέχρι τις πρωινές ώρες.

οι οδικοί αυτοί άξονες για μια ζωή που πέρασε, όπως το νερό κυλά στο δυνατό ποτάμι, ανακαλύπτονται πάλι δειλά —δειλά, λες και κρύβουν μυστικά που δεν πρέπει να βγουν, να τα μάθει ο κόσμος. οι άξονες αυτοί ήταν άρρηκτα δεμένοι με τα περίφημα Χάνια ή Πανδοχεία. Ήταν και χώροι εστίασης. Καλό φαγητό και κρασί, απαραίτητα για τη δύσκολη συνέχεια στη σκληροτράχηλη Ορεινή Ναυπακτία. Χάνια, δύσκολα πράγματα, διότι η βιβλιογραφία δεν βοηθάει καθόλου. Αν εξαιρέσουμε το Χάνι του Λιόλιου το μόνο γνωστό για τις υπηρεσίες που πρόσφερε και προσφέρει μέχρι σήμερα, δεν έχουμε σημαντικές αναφορές.

Μπορούμε να τα κατατάξουμε σε δύο κατηγορίες, στα Χάνια για τα ζώα και στα Χάνια που προσέφεραν ύπνο και φαγητό. Τα μεγάλα Χάνια εκτός από τους στάβλους για τα ζώα, διέθεταν και πεταλωτήρια. Τα Χάνια ήσαν και τόποι κοινωνικοί. Άνθρωποι γνωρίζονταν από ξένα μέρη, έμποροι πουλούσαν την πραμάτεια τους, αγαθά άλλαζαν χέρια πληρωμένα σε κρασί, λάδι, μέλι κ.λ.π. Το χρήμα δεν ήταν στην καθημερινότητα οι ανάγκες απαιτούσαν τρόφιμα, εφόδια για την οικογένεια που περίμενε πίσω. Και συνήθως η οικογένεια ήταν πολυμελής. Συνεπώς στα Χάνια μια ολόκληρη κοινωνία ερχόταν σε επαφή, αντλούσε πληροφορίες οικονομικές και άλλες, ήθη και έθιμα άλλαζαν χείλη, προξενιά κλείνονταν μεταξύ συμπεθέρων και πολλά άλλα που συνέθεταν τις συνθήκες της ζωής. Συγκρίνοντας τα Χάνια με σημερινούς σταθμούς σε άξονες οδικούς, θα διαπιστώσουμε τις ομοιότητες του τότε με το σήμερα. Όλοι αυτοί οι οδοιπόροι είχαν τις ανάγκες που έχουν σήμερα οι εποχούμενοι ταξιδιώτες. Μαζί με τον αγωγιάτη στο ίδιο δωμάτιο ή κοντά στην φωτιά, κι άλλοι πολλοί. "Ολοι στον ίδιο αγώνα, στον ίδιο προορισμό. Για την Ορεινή Ναυπακτία οι ανάγκες σε προμήθεια για λάδι, αλάτι και πετρέλαιο οδηγούσαν τους εμπόρους μέσω των αγωγιατών, στις επαρχίες Τριχωνίδας και Μεσολογγίου, καθότι δεν υπήρχε παραγωγή λαδιού οι αγωγιάτες φόρτωναν τα ασκιά πάνω στα μουλάρια και επέστρεφαν γεμάτα λάδια από την περιοχή της Τριχωνίδας (Θέρμο, Σιταράλωνα, Μυρτιά και λοιπές περιοχές). οι αγωγιάτες ήσαν οι τακτικότεροι πελάτες στα Χάνια. Όλες οι κοινωνικές τάξεις περνούσαν από τα Χάνια, όλοι εμπιστεύονταν τον Χαντζή. Ολόκληρες γενιές πριν από μας βρήκαν σε αυτά ένα καταφύγιο στους μακρινούς δρόμους της επιβίωσης.

Επίσης, μπορούμε να πούμε πως κοινό γνώρισμα των Χανιών ήταν, ότι όλα είχαν πρόσβαση εύκολη στο νερό. Κτισμένα όλα δίπλα σε πηγές, κοντά σε ρέματα ή σε πηγάδια.

Σε αυτά τα Χάνια ίσως να πέρασε και ο παππούς μας, ίσως και ο πατέρας μας, ίσως να έδωσαν τροφή στα ζωντανά τους, να ήπιαν μια κούπα κρασί, να αντάλλαξαν εμπορεύματα, να αγόρασαν προμήθειες για τη φαμίλια τους. Ο κοινωνικός χαρακτήρας των Χανιών αναδύεται και πάλι από τον χρόνο και τη λήθη αν η ματιά μας προχωρήσει ένα βήμα μπροστά.

οι ενενηντάχρονες γέροντες στα χωριά πολλά μπορούν ακόμη να διηγηθούν από τις περιπέτειες αυτές που έζησαν, στα δρομολόγια του εμπορίου. οι ανάγκες όμως σε προμήθεια ήσαν διαφορετικές απ' ότι της Ορεινής και άγονης Ναυπακτίας.

Δεν τρέφομαι αυταπάτες για την τύχη των Χανιών, δεν υπάρχει γι' αυτά επιστροφή.

Δήμος Πλατάνου-Δη μοτικό Διαμέρισμα Αγλαδοκάστρου (Αρτοτίβα)

Αγλαδόκαστρο (Αρτοτίβα). Είναι το αρχαιότερο χωριό του τέως Δήμου Προσχίου είχε 90 οικογένειες και ήταν έδρα Κατή και Κοτσιαμπάση.

Χάνια που υπήργαν στο Αγλαδόκαστρο (Αρτοτίβα).

Το κυρίως Χάνι βρισκόταν στο μονοπάτι που οδηγεί από το Αχλαδόκαστρο-Εικόνισμα-ΑγανέςΊσιωμα-Γεφύρι της Αρτοτίβας και είχε την ονομασία «T01) Φεδρά το Αλώνι» ή «του Σκορδά το Χάνι» λίγο πιο πάνω από το πέτρινο γεφύρι. Άρχισε να λειτουργεί το έτος 1920 έως το έτος 1950. Πρόσφερε (φίλευε-τρατάριζε) στους διαβάτες ο Μπάρμπα-Αριστοφάνης λουκούμια, τσίπουρο, καφέ και κρασί από το περίφημο αμπέλι που βρισκόταν δίπλα από το Χάνι και με τα καλαμπούρια του και τις ιστορίες πρόσφερε συντροφιά στους περαστικούς κοντά στο παραγώνι και τους διηγούνταν τις ιστορίες τις παλιές και κατορθώματα ληστών της εποχής. Ο τραχανάς, οι χυλοπίττες ήσαν στο ημερήσιο πρόγραμμα. Το ζυμωτό ψωμί επίσης, το τυρί, το κρεμμύδι, έκαναν πλούσιο ένα γεύμα και αν είχε τους έβαζε μια γίδα βραστή και μια κούπα κρασί για να συνέλθουν• από τον δρόμο. Λίγο πιο κάτω στο φυσικό δρόμο που συνδέει την Τριχωνίδα με την Ορεινή Ναυπακτία βρισκόταν και δεύτερο μικρό Χάνι που ονομαζόταν «Χανάκι». Ήταν ένα ισόγειο λιθόκτιστο κτίσμα να εξυπηρετεί τους διαβάτες που ερχόντουσαν από τον ΠλάτανοΛιναράκια-Καστράκι-Χανάκι-Γεφύρι Αρτοτίβας. Ήταν ιδιοκτησίας του Πυλαρινού Αριστοφάνη (Μπάρμπα-Αριστοφάνη) και είχε σαν υπάλληλο τον Αγγελάκη Κων/νο (Γιαννικοκότσο) ο οποίος σερβίριζε στους διαβάτες λουκούμια, τσίπουρο, κρασί και καφέ. Ο ανωτέρω κατά το έτος 1930 πήρε όλες τις εισπράξεις και στο τέλος έβαλε φωτιά και έφυγε. Το Χανάκι λειτούργησε από το έτος 1920 έως το 1930. Εκεί ήταν τόπος των Πυλαριναίων και όταν κλέβανε κάποιο ζώο το ψήνανε μαζί με το δέρμα σε ειδική κρύπτη κάτω από τη γωνιά ( τζάκι) και το συνθηματικό ήταν μια τουφεκιά στον αέρα για να φάνε το κλεψιμαίο κρέας. Ο μπάρμπα-Αριστοφάνης ήταν μανούλα ( δεξιοτέχνης ) στο κλέψιμο των ζώων, όπου είχε αφήσει φήμη στην περιοχή. οι Πυλαριναίοι ήταν αρματολοί του τόπου των και ήρθαν περί το 1700 από την Πύλαρο Κεφαλονιάς. Το Χάνι του Πυλαρινού Αριστοφάνη (μπάρμπα-Αριστοφάνη) ήταν στο δρόμο για τις επαρχίες Τριχωνίδας και Μεσολογγίου. Από εκεί διαμέσου του γεφυριού της Αρτοτίβας περνούσε o περίφημος δρόμος του αλατιού και έφτανε μέχρι το Θέρμο (μονοπώλιο αλατιού-πετρελαίου), για να τροφοδοτεί το μονοπώλιο του Πλατάνου ιδιοκτησία Δημητρακόπουλου (Ντελή). Το αλάτι ήταν για την παλαιά εποχή πολύτιμο αγαθό για την σκληροτράχηλη Ορεινή Ναυπακτία για αλάτισμα τυριών, καθότι υπήρχαν χιλιάδες αιγοπρόβατα αγαθό απαραίτητο για τα νοικοκυριά. Το δε πετρέλαιο για τον φωτισμό ακόμη απαραίτητο για βεντούζες (κρυολόγημα).

Πρώτος ιδιοκτήτης ήταν ο Πυλαρινός-Αριστοφάνης του Νικολάου, κατόπιν δεν υπήρχε άλλος ιδιοκτήτης.

Το Χάνι λειτούργησε μέχρι το έτος 1950, οπότε και υποκαταστάθηκε από το νέο δρόμο ΘέρμουΠλατάνου. Σήμερα είναι έτοιμο να παραδοθεί στο χρόνο.

Τα κτίρια του Χανιού

Το Χάνι αποτελούνταν από δύο κτίσματα. Ένα ισόγειο κτίσμα το οποίο χρησιμοποιούνταν για καφενείο και στο υπόγειο είχε την αποθήκη και το κρασί από το αμπέλι του. Δίπλα από το κυρίως κτίριο είχε μια καλύβα για ζώα-ζωοτροφές και καυσόξυλα. Επίσης υπήρχε μεγάλη αυλή. Το νερό το έπαιρναν από το πηγάδι που υπήρχε δίπλα από το φθινόπωρο μέχρι την άνοιξη, τον υπόλοιπο καιρό το νερό το έφερναν από το Χαλιόρεμα. Τέλος υπήρχε υπαίθριος χώρος για τους βλάχους με τα κοπάδια που κατέβαιναν το φθινόπωρο για τα χειμαδιά από τα χωριά Κρίκελλο-ΛιδορίκιΆμπλιανη-Παλούκωβα και λοιπά χωριά.

Ιστορικά στοιγεία

Μεγάλη μάχη δόθηκε την 11η Οκτωβρίου του 1943 μεταξύ ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ.

(Ιστορικά αναφέρεται παρά την Γέφυρα η μάχη στα 1818 του οπλαρχηγού Ι. Αγγελάκη από το χωριό Αχλαδόκαστρο (Αρτοτίβα) με τον Γιουσούφ αράπη. Τον Φεβρουάριο του 1828, όπως αναφέρουν στον αρχιστράτηγο Τσώρτς, οι Έλληνες οπλαρχηγοί υπό τον Γ. Μακρή επιτίθενται στους Τούρκους στην Γέφυρα της Αρτοτίβας, τους κυνηγούν και τους κλείνουν στον Πλάτανο, όπου έρχεται για βοήθειά τους ένας Δερβέναγας με 300 άνδρες).

Αυτή την περίοδο που λειτουργούσε το Χάνι δεν έγινε κάποιο περιστατικό με ληστές. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας από το σημείο αυτό περνούσαν οι ληστές Κωνσταντέλος-ΘανασούλαςΣπαθιάς,όπου είχαν έδρα την Αράχοβα Ναυπακτίας κατέβαιναν στην περιοχή έξω από το Μεσολόγγι και παρήγγελναν στους πλουσίους να τους δώσουν λεφτά για να παντρέψουν ορφανά κορίτσια. οι ανωτέρω σκοτώθηκαν στην Αράχοβα σε ενέδρα 7ΤΘΙ) τους έστησαν.

Το Χάνι με την γέφυρα της Αρτοτίβας, λόγω της στρατηγικής θέσης που είχαν μαζί με τον λόφο «Καστράκι», που ελέγχουν την γύρω περιοχή υπήρξε θέατρο πολλών σημαντικών μαχών

Κοινωνικά στοιγεία

Στο Χάνι συνήθως σύχναζαν γυρολόγοι, έμποροι, καλαντζήδες, αγωγιάτες. Κοντά υπήρχε πεταλοτήριο για τα ζώα των διαβατών, ενώ δεν υπήρχε σιδηρουγρείο, σαμαράδικο κ.ά (π.χ γύφτικο για αγορά ή επισκευή τσαπιών, υνιών, τσεκουριών κ.λ.π)

Ήταν πέρασμα μετακινούμενων κτηνοτρόφων με ουρά χιλιάδων αιγοπροβάτων που κατέβαιναν από την Ορεινή Ναυπακτία-Καρπενήσι για τους κάμπους της Τριχωνίδας και του Μεσολογγίου. Τα κοπάδια διανυκτέρευαν στην γύρω περιοχή από το Χάνι.

Δεν υπάρχει κανένα χαρακτηριστικό συμβάν παρά μόνο διάφορες ιστορίες που τους έλεγε ο Μπάρμπα-Αριστοφάνης όπως π.χ τον Παπαθόδωρο από το Διασελλάκι με τα ασκιά-την Πλατανιώτισσα με τον μπούφο στο Χανάκι και λοιπές ιστορίες. Όλα αυτά τα έλεγε στους περαστικούς κοντά στο παραγώνι για να τους προσφέρει συντροφιά τους χειμωνιάτικους μήνες.

Υπάρχουν φωτογραφίες για το Χάνι.

Τις μέρες που γιόρταζε το μοναστήρι του Προυσού από 1ης Αυγούστου εως 2311S Αυγούστου υπήρχε αυξημένη κίνηση ανθρώπων και ζώων, καθώς επίσης και στο παζάρι του Αϊ-Δημητρίου, όπου πήγαιναν για να πουλήσουν και να αγοράσουν ζώα. οι χωρικοί έβαζαν τα «καλά τους», έριχναν πάνω στο σαμάρι του ζώου μια καλή κουβέρτα φτιαγμένη στον αργαλειό και ξεκινούσαν το μακρινό δρόμο για το μοναστήρι της Παναγίας της Προυσιώτισσας και για το παζάρι του Αγίου Δημητρίου Ναυπάκτου.

Το ανωτέρω Χάνι υπήρξε κόμβος στά χρόνια της λειτουργίας του, ήταν πάντοτε ο τόπος ξεκούρασης για ζώα και ανθρώπους. Μάλιστα σε αυτό λέγεται πως είχε ξαποστάσει και o Όθωνας περνώντας για να πάει στον Πλάτανο, όπου βρισκόταν η Αμαλία.

Επίσης άλλα Χάνια υπήρχαν στα εξής σημεία:

Στη θέση Καρακόλι ιδιοκτησίας Αγγελάκη Αριστείδη ( Καφέζας ) λειτούργησε από το έτος 1850 έως το έτος 1920 και εξυπηρετούσε τους διαβάτες που ερχόντουσαν από τον Πλάτανο — Άϊ Βλάση — Λιναράκια — Καστράκι — Γεφύρι Αρτοτίβας και το αντίστροφο δρομολόγιο.Από το 1920 έως το 1930 το λειτούργησε ο Πυλαρινός Χρήστος, ο οποίος διέμενε μόνιμα παραπλεύρως. Το ανωτέρω Χάνι πρόσφερε στους διαβάτες λουκούμια, τσίπουρο και κρασί.

Στη θέση Καουρέικα ιδιοκτησίας Γρηγοροπούλου Νικολάου ( Χαντζής ) το λειτούργησε από το έτος 1920 έως το έτος 1935 και εξυπηρετούσε τους διαβάτες που ερχόντουσαν από το Χάνι του Λιόλιου — Ξεροβούνι — Άϊ Σωτήρας — Καουρέικα — Διασελλάκι, για τους κάμπους Τριχωνίδας και Μεσολογγίου, καθώς και το αντίστροφο δρομολόγιο. Πρόσφερε στους διαβάτες και στους αγωγιάτες τσίπουρο ντόπιο-λουκούμια και κρασί.

Στη θέση Καστράκι (Παλιοκόνακο) ιδιοκτησίας Πυλαρινού Αντωνίου (Πληρναντώνη), ήταν ισόγειο, όπου 2φησιμοποιούνταν για να διαμένει η οικογένεια και το υπόγειο το χρησιμοποιούσε για Χάνι και εξυπηρετούσε τους διαβάτες που ερχόντουσαν από το Χάνι του Λιόλιου- ΠλάτανοςΠωγωνιά και από την Αποδοτία- Δορβιτσά- Πέτρινο γεφύρι Πωγωνιάς — Λιναράκια — Καστράκι — Γεφύρι Αρτοτίβας, καθώς και το αντίστροφο δρομολόγιο από τις επαρχίες Τριχωνίδας και Μεσολογγίου. Πρόσφερε (φίλευε — τράταρε), στους διαβάτες και στους αγωγιάτες τσίπουρο ντόπιο, λουκούμια και κρασί. Λειτούργησε κατά το έτος περίπου 1900. Στη συνέχεια για αρκετά χρόνια το λειτούργησε ο γιος του Πυλαρινός Νικόλαος και όταν το έκλεισε λειτούργησε τον νερόμυλο στην θέση Διπόταμα.

Από τα υπάρχοντα Χάνια σήμερα υπάρχουν σωροί από πέτρες, χάθηκαν μαζί με την εποχή τους.

Στην άκρη του χωριού που περνούσαν οι διαβάτες προς Θέρμο και Μεσολόγγι υπήρχε το Χάνι του Γεωργίου Αναστασίου Πυλαρινού (o Ευγενέστατος Χανιάτορας-μπάρμπα Αναστασόργος). Επιστρέφοντας το 1923 από την Αμερική κατά τα έτη 1924-1925 άνοιξε αρχικά παντοπωλείο στο ισόγειο της οικείας του κατόπιν άνοιξε το Χάνι, όπου έκανε στάβλους για τα ζώα-αποθήκες για τριφύλλι-άχυρα για να εξυπηρετεί τους διαβάτες, όπου σταματούσαν για να ξεκουραστούν, προκειμένου να πιούν μια κούπα κρασί και να ταΐσουν τα ζωντανά τους, γιατί το ταξίδι τον αγωγιατών ήταν πολύ κουραστικό. Από το αμπέλι του πουλούσε κρασί πρώτης τάξεως. Επειδή ο μπάρμπα Γιώργος ήταν πολύ περιποιητικός-ευγενέστατος και πρόθυμος έκανε πολύ δουλειά, τούτο είχε σαν αποτέλεσμα να κάνει επέκταση σε εμπορικό κατάστημα, όπου έβρισκες ότι ήθελες, το έμαθαν όλα τα χωριά από την γύρω περιοχή και ερχόντουσαν για ψώνια. Εκτός από το παντοπωλείο-Χάνι και εμπορικό που είχε ο μπάρμπα Γιώργος ήταν και πρακτικός γιατρός είχε όλα τα φαρμακευτικά είδη και με το κινίνο εκείνη την εποχή έσωσε πολλούς χωριανούς, θα σας αναφέρω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα με τον αδελφό μου Λεωνίδα Πυλαρινό, σαν μικρά παιδιά παίζαμε ξυπόλυτοι και στην δεξιά φτέρνα μπήκε ένα αγκάθι από παλιούρι δημιουργώντας μεγάλο πρόβλημα στο πόδι του και σώθηκε χάριν της επεμβάσεως του μπαρμπαγιώργου. Έβγαζε ακόμη και δόντια, γιατί είχε όλα τα απαραίτητα εργαλεία. Τον ήξερε όλη η Ορεινή Ναυπακτία. Επιστρέφοντας από την Αμερική έφερε ένα γραμμόφωνο εκείνης της εποχής όπου στο μαγαζί του συγκεντρωνόντουσαν όλοι οι χωριανοί και διασκέδαζαν τραγουδώντας και χορεύοντας ατέλειωτες ώρες με τα χαρακτηριστικά τραγούδια την «Σταυρούλα και τη Χρυσούλα». Αυτά τα γεγονότα μου έχουν μείνει χαραγμένα βαθειά στο μυαλό μου, όπου πιτσιρικάς πήγαινα να παρακολουθήσω το γλέντι μαζί με τα άλλα παιδιά του χωριού μου. « 'Ω, τι ωραίες εποχές!». Έκανε Πρόεδρος του χωριού για πολλά χρόνια και επίτροπος στην Εκκλησία. Το Χάνι το έκλεισε το 1948 στον Εμφύλιο Πόλεμο. Στο χωριό όλοι τον αποκαλούσαν παντοπώλη. Στο απέναντι χωριό το Διασελλάκι (Σέλψα) υπήρχαν άλλα τρία Χάνια του Νίκου Καραγιάννη, του Κώστα Καραγιάννη και του Κώστα Τριανταφυλλάκη. Κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο στο υπόγειο της οικείας του είχε την έδρα του ο Παπαγιάννης του ΕΔΕΣ, όταν οι αντάρτες περικύκλωσαν το χωριό έγινε μεγάλη μάχη και διέφυγε με τους συντρόφους του προς το ρέμα του χωριού (Μύλο) ακολουθώντας το δρόμο που κατευθύνεται προς το Βαλτσόρεμα καιστην τοποθεσία Μάρω πέρασε τον Εύηνο (Φίδαρι) ποταμό και χάθηκε μέσα στο δάσος του Βροντιά της Κάτω Χρυσοβίτσας, πάντα κρατώντας στο χέρι του μια βαλίτσα, όπου κατά πληροφορίες των χωριανών είχε πολλές λίρες. Κατά ομολογία του το πέρασμα του ποταμού το παρακολουθούσε από τη θέση Καμπλάκι ο Γρηγορόπουλος Γρηγόριος του Ιωάννου (μπαρμπαγρηγόρης). Σύμφωνα πάντα με πληροφορίες των χωριανών μου στην καταπακτή που οδηγούσε προς το υπόγειο σε ειδική κρύπτη κάτωθι του τζακιού (γωνιά) άφησε μεγάλη ποσότητα οπλισμού χωρίς μέχρι σήμερα να γνωρίζει κανένας από το χωριό τι έγινε αυτός ο οπλισμός. Ακόμη δε και τα δύο παιδιά Χρήστος και Αναστάσιος που βρισκόντουσαν στην Αμερική δεν γνώριζαν για τον οπλισμό, καθώς και οι κόρες του, ακόμη και ο ίδιος. Ο οπλισμός σύμφωνα με μαρτυρίες ορισμένων κατοίκων πρέπει να κλάπηκε, όταν το σπίτι έμεινε για ορισμένα χρόνια κενό. Για τον ανωτέρω οπλισμό ο Πυλαρινός Αντώνιος του Αριστοφάνη «έφαγε από τους χωροφύλακες το ξύλο της Αρκούδας» που λέει ο λαός μας, γιατί από ορισμένους συγχωριανούς μας κατηγορήθηκε, ότι έκλεψε τον οπλισμό. Ο μπαρμπαγιώργος έφυγε για την Αμερική το 1906. Το 1912 που άρχισε ο πόλεμος ήρθε στην Ελλάδα και κατετάγη στο στρατό, όπου μάλιστα τραυματίστηκε στο χέρι όχι πολύ σοβαρά. Το 1920 πήρε τον γιό του Χρήστο και πήγε ξανά στην Αμερική δουλεύοντας σκληρά για τρία χρόνια, μετά αρρώστησε και οι γιατροί του συνέστησαν να φύγει για την Ελλάδα, γιατί δεν τον σήκωνε το κλίμα. Από την Αμερική επέστρεψε το 1923, εκεί άφησε τον γιό του Χρήστο, δουλεύοντας σκληρά έκανε αρκετή περιουσία και πέθανε στην Αμερική το έτος 2003 σε ηλικία 96 ετών. Για το χωριό μας ο μπαρμπαχρήστος υπήρξε μεγάλος ευεργέτης φέρνοντας νερό για το χωριό από τα πέρα και δώθε ρέματα και Άνω Βρύση, επίσης προέβη και σε γεωτρήσεις άνευ όμως αποτελέσματος, γιατί δεν βρέθηκε νερό, καθώς και στην κατασκευή του Κοινοτικού Γραφείου. Για το χωριό μας οι Α/φοί Πυλαρινού( Χρήστος και Αναστάσιος) διέθεσαν μεγάλα χρηματικά ποσά. Το παλιό κτίριο κατεδαφίστηκε και στην θέση του χτίστηκε σήμερα νέο κτίριο, όπου χρησιμοποιείται ως οικία.

Σήμερα στην Αμερική βρίσκεται ο άλλος ο αδελφός του o Αναστάσιος, όπου μαζί με το γιό του τον Γεώργιο Πυλαρινό στην Νέα Υόρκη διατηρούν ανθοπωλείο με μεγάλο τζίρο, ο μπαρμπατάσος μαζί με τη σύζυγό του κάθε καλοκαίρι επισκέπτονται το χωριό μας.

Το Αχλαδόκαστρο (Αρτοτίβα) από τα πανάρχαια χρόνια μέχρι και την δεκαετία του 50 ήταν το κλειδί και η μοναδική διέξοδος των κατοίκων της Ορεινής Ναυπακτίας προς τις επαρχίες Μεσολογγίου και Τριχωνίδας, διαμέσου του γεφυριού της Αρτοτίβας.